- ισοχρωματικός
- -ή, -ό (φωτογρ.)αυτός που παρουσιάζει την ίδια ευαισθησία σε όλα τα χρώματα τού φάσματος.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. isochromatique < iso- (πρβλ.ισ[o]-) + chromat-ique (πρβλ. χρωματ-ικός)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.